κνημις

κνημις
    κνημίς
    -ῖδος (ῑ) ἥ
    1) кнемида, поножа, наголенник
    

(ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.)

    2) pl. обмотки
    

(περὴ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο Hom.)

    3) обод (по друг. спица) колеса Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κνημις" в других словарях:

  • κνημίς — κνημίς, ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη] 1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.) 2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες… …   Dictionary of Greek

  • κνημίς — κνημί̱ς , κνημίς greave fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδα — κνημίς greave fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδας — κνημίς greave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδε — κνημίς greave fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδες — κνημίς greave fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδι — κνημίς greave fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖδος — κνημίς greave fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσι — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῖσιν — κνημίς greave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνημίδων — Κνῆμις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»